- κηδέστωρ
- κηδέστ-ωρ, ορος, ὁ,A = κηδεμών 1, Man.4.514.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηδέστωρ — κηδέστωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι, κηδεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κηδεστής] … Dictionary of Greek
κηδέστορες — κηδέστωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)